- σύμπλανος
- -ον, Α1. αυτός που περιπλανάται μαζί με άλλον2. (κατ' επέκτ.) αυτός που συνοδεύει κάποιον, που συντροφεύει κάποιον.[ΕΤΥΜΟΛ. < συν-* + -πλανος (< πλανῶμαι), πρβλ. δύσ-πλανος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σύμπλανος — wandering about together masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπλανον — σύμπλανος wandering about together masc/fem acc sg σύμπλανος wandering about together neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύμπλανε — σύμπλανος wandering about together masc/fem voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συμπλανήτης — και συμπλανητής, ὁ, θηλ. συμπλανῆτις, ήτιδος, Μ σύμπλανος*. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + πλανήτης «περιπλανώμενος»] … Dictionary of Greek